Ο κόσμος που μας περιβάλλει αλλάζει συνεχώς (Τα πάντα ρεί, όπως παρατήρησε ο ‘Ελληνας φιλόσοφος Ηράκλειτος 2.500 χρόνια πριν).Σήμερα, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της αρχής αυτής είναι η Κλιματική Αλλαγή (ΚΑ). Ο πρωτογενής τομέας, η φυτική και ζωική παραγωγή και η ΚΑ είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι. Ως εκ τούτου, η βελτίωση της ανθεκτικότητας της γεωργίας αποτελεί βασικό στόχο για την εξασφάλιση της επιβίωσης της ανθρωπότητας.
Η ΚΑ προκαλείται από διάφορους παράγοντες, με σημαντικότερες τις ανθρώπινες παρεμβάσεις στη φύση. Οι σημαντικότερες συνέπειες για τον άνθρωπο περιλαμβάνουν την επισιτιστική απειλή από τη μείωση των αποδόσεων των καλλιεργειών και την απώλεια βιοτόπων από την πλημμύρα. Συγκεκριμένα, η περιοχή της Μεσογείου έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις σημαντικότερες απειλούμενες περιοχές. Στην πραγματικότητα, η ΚΑ θα μπορούσε να επιδεινώσει περαιτέρω τα υπάρχοντα προβλήματα που σχετίζονται με τη λειψυδρία, την αλατοποίηση των υπογείων υδάτων και την απερήμωση του εδάφους, με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγικότητας της γης, των γεωργικών αποδόσεων και του αγροτικού εισοδήματος. Κατά συνέπεια, οι εθνικές οικονομίες των χωρών της Μεσογείου, ιδιαίτερα των αναπτυσσόμενων, θα πληγούν όχι μόνο από τις άμεσες επιπτώσεις της ΚΑ, αλλά και από το υψηλό κόστος της αντιμετώπισής της.
Το έργο αυτό σχεδιάστηκε ως εθνική προτεραιότητα της χώρας-εταίρου (προστασία του περιβάλλοντος), η οποία αποτελεί επίσης περιφερειακή προτεραιότητα για τη νότια περιοχή. Προστασία του περιβάλλοντος είναι η πρακτική της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος σε ατομικό, οργανωτικό ή κυβερνητικό επίπεδο, προς όφελος του φυσικού περιβάλλοντος και του ανθρώπου. Επίσης, επηρεάζεται από τρεις αλληλένδετους παράγοντες: περιβαλλοντική νομοθεσία, ηθική και εκπαίδευση. Για να γίνει πραγματικότητα η προστασία του περιβάλλοντος, είναι σημαντικό για τις κοινωνίες να αναπτύξουν καθένα από αυτούς τους τομείς, οι οποίοι, από κοινού, θα οδηγήσουν στην ενημέρωση και στη λήψη αποφάσεων. Η γεωργία έχει συχνά κατηγορηθεί ότι συμβάλλει σημαντικά στη ρύπανση του περιβάλλοντος. Η αδικαιολόγητη χρήση λιπασμάτων, παρασιτοκτόνων, εντομοκτόνων και αντιβιοτικών στη συμβατική γεωργία έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα στον κόσμο, με τις πρόσφατες επισιτιστικές κρίσεις να είναι τα πιο αξιοσημείωτα παραδείγματα.
Μεταξύ των πολλών θεμάτων που θα μπορούσαν να καλυφθούν στο πλαίσιο της προστασίας του περιβάλλοντος, η κοινοπραξία επέλεξε τη γεωργία επειδή διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία της Τυνησίας. Σύμφωνα με το Υπουργείο Γεωργίας, Υδατικών Πόρων και Αλιείας (2014), το 27% της εθνικής της επικράτειας καλλιεργείται. Τα δημητριακά, οι ζωοτροφές και τα οπωροφόρα δέντρα αποτελούν τις βασικές χρήσεις γης. Όσον αφορά την ζωική παραγωγή αυτή αποτελείται από 671.000 βοοειδή, 6.806 Μ αιγοπρόβατα, 1.248 Μ αίγρους, και προσφέρει συνολικά 103.178 Μ κρέατος κοτόπουλου και 7.418 Μ πουλερικά. Ο γεωργικός τομέας απασχολεί το 16% του ενεργού πληθυσμού, συμβάλλει με 15.882.500 ημέρες εργασίας, ενώ η παραγωγή του ανέρχεται σε 85.084 MTND, που αντιστοιχούσαν στο 8,5% του ΑΕΠ το 2014. Η γεωργική και αγροτική οικονομία μειώνεται λόγω της μη βιωσιμότητας των σημερινών συστημάτων παραγωγής ,της ανεπαρκούς πρόσβασης στις αγορές και των χαμηλών εισοδημάτων από τη γεωργία. Αυτοί οι περιορισμοί ενισχύονται ολοένα και περισσότερο από την ΚΑ, η οποία αναμένεται να μειώσει περαιτέρω την παραγωγή τροφίμων, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης βροχοπτώσεων στην Τυνησία. Πράγματι, οι βροχοπτώσεις αναμένεται να μειωθούν κατά 10 έως 30% έως το 2050. Για την εξάλειψη αυτού του φαινομένου απαιτούνται νέες γεωργικές και αγροτικές πολιτικές.
Ο στρατηγικός στόχος των σχέσεων ΕΕ-Τυνησίας συνίσταται στην υποστήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης, στη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων και στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού. Όπως προκύπτει από την αξιολόγηση της συνεργασίας ΕΕ-Τυνησίας (2014), η συνεργατική σχέση βασίζεται, για τη γεωργία, στη διευκόλυνση της μετάβασης προς έναν πιο βιώσιμο τομέα και στην εξασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας των Τυνήσιων μέσω διαφόρων σχεδίων. Τα προγράμματα PAPS-Eau, LACTIMED και SERVAGRI είναι παραδείγματα τέτοιων έργων που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ και αποσκοπούν στην ανάπτυξης της γεωργίας της Τυνησίας.
Αυτές οι πρωτοβουλίες, ωστόσο, δεν μπορούν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στην πρόκληση που αποτελεί η ΚΑ και να τονώσουν τη βιώσιμη γεωργία χωρίς να εστιάσουν στην εκπαίδευση. Οι απόφοιτοι των γεωπονικών ΑΕΙ της Τυνησίας πρέπει να έχουν καλή γνώση των θεμάτων της ΚΑ, συμπεριλαμβανομένων των στρατηγικών περιορισμού των επιπτώσεων και προσαρμογής, εάν π.χ. πρόκειται να συμβουλεύσουν κατάλληλα τις τοπικές κοινότητες. Αυτή η διάσταση, αν και προσελκύει την προσοχή των ερευνητών και με εξαίρεση το Μεταπτυχιακό στην Κλιματική Αλλαγή και τη Διαχείριση των Υδάτων που προσφέρεται από τον Εταίρο P4, δεν καλύπτεται επαρκώς στα προγράμματα σπουδών των τριών ΑΕΙ της Τυνησίας που βασίζονται στη “συμβατική” γεωργία. Για να βελτιωθεί αυτή η κατάσταση, τα ΑΕΙ της Τυνησίας επιθυμούν να επωφεληθούν από την εμπειρία των ΑΕΙ της ΕΕ προκειμένου να εκσυγχρονίσουν τα μαθήματα, έτσι ώστε όλοι οι φοιτητές να διαθέτουν τις απαραίτητες δεξιότητες και γνώσεις για να αντιμετωπίσουν αυτή την πρόκληση και τις επιπτώσεις της στις ιδιαίτερες, τοπικές συνθήκες.
Η κοινοπραξία του έργου εστιάζει σε μια διεπιστημονική προσέγγιση αυτού του πολύπλοκου προβλήματος. Θα γίνει χρήση πολλών επιστημών για να πραγματοποιηθούν οι στόχοι. Και τα έξι ΑΕΙ του έργου θα συνεργαστούν προς αυτή την κατεύθυνση με την υποστήριξη των πιο «τεχνικών» εταίρων. Ως εκ τούτου, η κοινοπραξία αποφάσισε να ονομάσει το έργο Κλιματική Αλλαγή στη Γεωργία – ή CLICHA σηματοδοτώντας ότι νέες προσεγγίσεις στη γεωργία είναι απαραίτητες σήμερα περισσότερο από ποτέ.